Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Αποτελέσματα Φοιτητικών Εκλογών 2014

ΔΑΠ: 440 (30,94%)

ΠΑΣΠ: 424 (29,82%)

ΠΚΣ: 224 (15,75%)

ΕΑΑΚ: 212 (14,91%)

ΑΡΕΝ: 70 (4,92%)

Αγωνιστικές Κινήσεις: 18 (1,27%)

Αριστερό Δίκτυο Νεολαίας: 13 (0,91%)


Λευκά: 21 (1,48%)

Γιατί ΔΕΝ Πρέπει να Καταργηθούν οι Φοιτητικές Παρατάξεις στις Σχολές

Πηγή: Vice

Διαβάζοντας το κείμενο που δημοσιεύτηκε στο VICE «Γιατί Δεν θα Πρέπει να Υπάρχουν Φοιτητικές Παρατάξεις στο Πανεπιστήμιο» ζήτησα να εκφράσω την διαφωνία μου και να εκθέσω την δική μου άποψη απέναντι στο ζήτημα.

Απόφοιτος κι εγώ του Παντείου όπως η Δανάη, όταν πέρασα την είσοδο του Πανεπιστημίου -επίσης το 2007- με «τσάκωσε», κατεβαίνοντας από το λεωφορείο, ένας τύπος με γαλάζιο μπλουζάκι, καλωδιωμένος με hands-free, με σκοπό να με οδηγήσει στην γραμματεία. Θυμάμαι πάρα πολύ καλά κι  έναν άλλο τύπο με πράσινο μπλουζάκι που με «διεκδικούσε», για να ακούσει τελικά την απάντηση «Φίλε την πρόλαβα», λες και ήμουν το τελευταίο κομμάτι πίτσας στο τραπέζι. Όπως θυμάμαι ακόμα και το σλάλομ που είχα κάνει τη στιγμή του «καυγά» για να ξεγλιστρήσω, αφήνοντας πίσω τους δύο τύπους να συνεχίσουν μόνοι τους το ροντέο.

Κάπου εκεί ξεκίνησε για εμένα η αηδία απέναντι στις μεγάλες φοιτητικές παρατάξεις, αηδία η οποία επιβεβαιωνόταν κάθε φορά που έβλεπα τρικάκια που με καλούσαν στα μπουζούκια, αφίσες με σεξιστικά συνθήματα και κυρίως έλλειψη πολιτικών επιχειρημάτων για κάθε μεγάλο ζήτημα που άνοιγε εντός κι εκτός του Πανεπιστημίου. Με τα χρόνια και μετά από συνελεύσεις και συνελεύσεις καταλάβαινα ότι σκοπός τους τελικά δεν είναι να ανοίξουν τον πολιτικό διάλογο εντός των Σχολών, αλλά να αποπροσανατολίσουν τάζοντάς σου το καλύτερο δωμάτιο στη Μύκονο, τις S.O.S. σημειώσεις και γιατί όχι το ίδιο το πτυχίο.

Γιατί λοιπόν μετά από όλη αυτήν την αηδία συνεχίζω να πιστεύω ότι οι φοιτητικές παρατάξεις είναι αναγκαίες μέσα στη σχολές; Είναι απλό.
Σε ένα Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, όπως το Πάντειο αν ένα πράγμα που διδασκόμαστε είναι ότι η πολιτικοποίηση είναι θεμελιώδες στοιχείο του ενεργού πολίτη. Το ζήτημα δεν είναι να καταργήσουμε τις φοιτητικές παρατάξεις. Το στοίχημα είναι να τις κάνουμε να λειτουργούν για το σκοπό που έχουν συσταθεί. Να ανοίγουν τον πολιτικό διάλογο εντός των πανεπιστημίων, να διαμορφώνουν συνειδήσεις, να προασπίζουν τα συμφέροντα των φοιτητών και των καθηγητών, να δίνουν μία προοπτική στη νεολαία και να γίνονται η σπίθα για την αλλαγή.

Θα πρέπει λοιπόν πρώτα, ανοίγοντας αυτόν τον διάλογο να εξετάσουμε ποια θα πρέπει να είναι η φύση του πανεπιστημίου. Θέλουμε ένα πανεπιστήμιο που θα προσφέρει αποστειρωμένες γνώσεις ή ένα πανεπιστήμιο που θα διαμορφώνει ανθρώπους και προσωπικότητες; Αυτό που κατάλαβα όλα αυτά τα χρόνια από τις σπουδές μου είναι πως τα πάντα λειτουργούν ως εργαλείο για να ερμηνεύω το τι συμβαίνει γύρω μου. Ο ρόλος του πανεπιστημίου είναι να δημιουργεί πρώτα πολίτες κι έπειτα επαγγελματίες. Κι αυτό δεν το κάνει καλώς ή κακώς το πρόγραμμα σπουδών.

Τα αιτήματα που έχουν οι φοιτητές δεν μπορούν να τα διεκδικούν ατομικά. Δεν υπάρχουν ατομικές λύσεις σε συλλογικά προβλήματα. Άλλωστε, οι φοιτητές θέτουν αιτήματα και πέραν των φοιτητικών που αφορούν το σύνολο της κοινωνίας. Επίσης, η λύση δεν μπορεί να είναι μία Ενιαία Φοιτητική Ένωση, που μέσα σε αυτή θα είναι άτομα όλων των πολιτικών φρονημάτων. Στις εκλογές, ακόμα και στις φοιτητικές δεν ψηφίζουμε άτομα -τον φίλο μας, τον γκόμενό μας, τον ωραίο της Σχολής. Ψηφίζουμε πολιτικές θέσεις που θα δώσουν λύση στα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε. Και πρέπει να είναι ευδιάκριτος ο ρόλος κάθε εκπροσώπου, όπως και οι ιδέες του.  

Οι φοιτητικές παρατάξεις απαξιώνονται γιατί παράλληλα απαξιώνονται και τα κόμματα και η πολιτική στο σύνολό της. Τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα που έχουμε τα τελευταία χρόνια από τις φοιτητικές εκλογές συμβαδίζουν και με την εικόνα που έχουμε στην κεντρική πολιτική σκηνή. Και η αποχή; Η αποχή σχετίζεται και με την απαξίωση των δύο μεγάλων παρατάξεων και με την αδυναμία των αριστερών σχημάτων πολλές φορές να πείσουν για τη σημασία της συμμετοχής στις εκλογικές διαδικασίες και τα συλλογικά ζητήματα, καθώς αναλώνονται στην εσωστρέφεια και τον εσωτερικό διάλογο.
Γιατί οι φασίστες της Χρυσής Αυγής δεν τολμούν να εμφανιστούν στις Σχολές; Αν δεν υπήρχαν οι φοιτητικές παρατάξεις κι ένα ισχυρό αντιφασιστικό Κίνημα μέσα στις Σχολές, τότε δεν θα υπήρχε κανείς να σταθεί εμπόδιο. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που η Χρυσή Αυγή δεν έχει καταφέρει να στήσει πογκρόμ μέσα στις Σχολές. Γιατί ξέρει ότι θα βρει μία οργανωμένη δύναμη απέναντί της που σίγουρα δεν μπορεί να την αντιμετωπίσει. Ούτε πολιτικά, ούτε αριθμητικά.  

Το να λέμε να απαγορευθούν οι φοιτητικές παρατάξεις στα πανεπιστήμια, ανοίγει ένα διάλογο που στο τέλος μπορεί να καταλήξει σε μηδενισμούς τύπου «γιατί να μην καταργηθούν και τα συνδικάτα στους εργατικούς χώρους και τα κόμματα στην κοινωνία;». Μεταφερόμαστε σε έναν αρκετά επικίνδυνο διάλογο για την δημοκρατία.
Προηγούμενη φορά που τέθηκε ζήτημα για τις φοιτητικές παρατάξεις ήταν όταν χιλιάδες νέοι και αγωνιστές του φοιτητικού κινήματος κατά την περίοδο της Χούντας είδαν τον δρόμο της φυλακής ή της εξορίας για τα φρονήματα και τη δράση τους. Η Χούντα ήθελε δοτούς συλλόγους. Ο φοιτητικός συνδικαλισμός ήταν κάτι που κερδήθηκε. Κι αυτό που μας δίδαξε το «Πολυτεχνείο» στην Ελλάδα και ο «Μάης του ’68» στην Γαλλία είναι πως οι μεγάλες ανατροπές στην Ιστορία ξεκίνησαν από το φοιτητικό Κίνημα. Οι φοιτητικές παρατάξεις βρέθηκαν εκεί για να δώσουν την γραμμή της εξέγερσης, να προβάλλουν συνθήματα, να συνδέσουν το φοιτητικό με το εργατικό Κίνημα έτσι ώστε να ξεκινήσει το ντόμινο που θα ανέτρεπε λίγο αργότερα τη Χούντα του Παπαδόπουλου.

Αν θέλουμε λοιπόν σήμερα οι φοιτητές να γίνουν πάλι η σπίθα που θα αλλάξει την κατάσταση που ζούμε, αυτό που έχουμε να κάνουμε δεν είναι η αποχή, αλλά η συμμετοχή. Η πολιτικοποίηση των φοιτητών, έστω και μέσα από τις παρατάξεις είναι ένα τρόπος συμμετοχής. Το ζήτημα δεν είναι η κατάργηση των φοιτητικών παρατάξεων, αλλά η ενίσχυση τους με φοιτητές που θα παλέψουν να γίνουν η φωνή όχι της κομματικής γραμμής, αλλά ολόκληρης της κοινωνίας.

Μελπομένη Μαραγκίδου

Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

Με αφορμή και όχι αιτία τις φοιτητικές εκλογές

Βρισκόμαστε σε μια συγκυρία που η δομική κρίση του καπιταλισμού βαθαίνει σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο μεταφέροντας τις επιπτώσεις της κρίσης στον κόσμο της εργασίας και στη νεολαία. Τα τελευταία τρία χρόνια η επίθεση στο δημόσιο δωρεάν πανεπιστήμιο έχει ενταθεί τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Με αποκορύφωμα την εποχή που έπεται του νόμου Διαμαντοπούλου αντιμετωπίζουμε όλοι και όλες τη βίαιη περιστολή των δικαιωμάτων μας. Από την περικοπή των συγγραμμάτων μέχρι την έξωση από τις εστίες και το κλείσιμό τους και από τον αυξανόμενο περιορισμό των σιτιζόμενων δωρεάν μέχρι τις απολύσεις βιώνουμε την επίθεση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Στο Γεωπονικό, τη φετινή σεζόν, σύμφωνα με το “Σχέδιο Αθηνά”, οι εισακτέοι αυξήθηκαν δραματικά με αποτέλεσμα την υποβάθμιση των παρεχόμενων γνώσεων και την αδυναμία διεξαγωγής της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Όλη αυτή η απαξίωση της δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης είναι μια πάγια πρακτική της κυβέρνησης που φέρνει ένα βήμα πιο κοντά το κοινωνικό κράτος στην ιδιωτικοποιήση, όπως συνέβη άλλωστε και με τη δημόσια υγεία.

Οι νέες μορφές εργασίας (voucher, μπλοκάκια) και η κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων, η επισφάλεια και η ανεργία αποτελούν το όχημα υλοποίησης του νεοφιλελεύθερου σχεδίου υποτίμησης της εργασίας και της νεολαίας με στόχο τη δημιουργία μιας κοινωνίας των λίγων και προνομιούχων.

Δημόσιο και δωρεάν Πανεπιστήμιο για όλους και όλες

Δεν νοείται για εμάς Πανεπιστήμιο που δεν διασφαλίζει στους φοιτητές του δωρεάν σίτηση, στέγαση και καθολική μέριμνα για τις ανάγκες τους. Που στηρίζεται σε επιχειρηματικές λογικές και συμφέροντα, όπως εργολαβίες και ιδιώτες στη διοίκηση των Πανεπιστημίων. Που επιλέγει να ξεπουλιούνται κτήριά του μέσω του ΤΑΙΠΕΔ ή που τα αφήνει κενά αντί να τα διαθέτει στους φοιτητές/τριές του. Στην κοινωνία για την οποία παλεύουμε ζητούμενο δεν είναι τα κέρδη τους, αλλά οι ανάγκες μας. Η δωρεάν σίτιση και στέγαση, η παροχή δωρεάν συγγραμμάτων, η δωρεάν φοίτηση αποτελούν οργανικό κομμάτι του δικού μας συμμετοχικού και ανοιχτού σε όλες και όλους Πανεπιστημίου. Το Πανεπιστήμιο των Αναγκών μας, λοιπόν, είναι η υλική αποτύπωση των όσων οραματιζόμαστε, ένα Πανεπιστήμιο χωρίς εργολαβικές σχέσεις.

Διάλυση του Γεωπονικού

Έπειτα από την επικύρωση των προεδρικών διαταγμάτων και του “σχεδίου Αθηνά”, μέσα στο καλοκαίρι αποφασίστηκε, κόντρα στη βούληση όλης της πανεπιστημιακής κοινότητας, το σπάσιμο του ΓΠΑ σε δύο σχολές. Γεγονός που προετοιμάζει το έδαφος για το “σχέδιο Αθηνά 2”, καθώς σύμφωνα με τον πρότυπο εσωτερικό κανονισμό ιδρύματα που έχουν κάτω από 5 σχολές αφήνουν περιθώριο για συγχώνευσή τους με άλλα ιδρύματα. Αυτό σημαίνει την αρχή της διάλυσης του Γεωπονικού Πανεπιστημιού και την αρχή για τον πλήρη κατακερματισμό της γνώσης. Σύμφωνα με τις προθέσεις αυτών που επέβαλαν τις αλλαγές, τμήματα του Γεωπονικού, όπως τα νέα τμήματα Βιοτεχνολογίας, Τροφίμων καθώς και το Αγροτικής Οικονομίας, χάνουν το γεωπονικό τους χαρακτήρα. Πράγμα που σημαίνει ότι σπάει το ενιαίο πτυχίο γεωπόνου με τα κατοχυρωμένα επαγγελμάτικα δικαιώματα και συρρικνώνεται το γνωστικό αντικείμενο.

Η διάλυση του Γεωπονικού, που έρχεται σε μια στιγμή που ο αγροτικός τομέας θα έπρεπε να αποτελεί διέξοδο από την κρίση προς όφελος του λαού και του περιβάλλοντος, σε συνδυασμό με το κλείσιμο φορεών της γεωργίας κάνει τη κατάσταση για τη γεωργική εκπαίδευση και έρευνα οριακή. Στην κοινωνία που οραματιζόμαστε ο γεωπόνος δεν θα είναι μεσάζοντας φαρμάκων-λιπασμάτων καταστροφικών για τον άνθρωπο και το περιβάλλον, αλλά απο κοινού με τους αγρότες και τους εργάτες γης θα οικοδομήσουν ένα εναλλακτικό μοντέλο γεωργίας στην κατεύθυνση της οικολογίας, της ισότητας και της αξιοπρέπειας.

Δημοκρατία και συλλογικές διαδικασίες

Απαιτείται να κινηθούμε σε μια διαδικασία εκδημοκρατισμού των διαδικασιών και των πρακτικών του φοιτητικού κινήματος. Αυτό σημαίνει ένα νέο μοντέλο συνέλευσης πιο συμμετοχικό και όχι αναθετικό προς τις συλλογικότητες που συμμετέχουν. Είναι απόλυτη ανάγκη να διαφυλάξουμε τις δημοκρατικές δομές του συλλόγου από τον εκφυλισμό. Έχουμε απέναντί μας νεοφιλελεύθερες αυταρχικές πολιτικές που θέλουν τα πανεπιστήμια αποστείρωμενα ιδρύματα και τους φοιτητές υπάκουους στις προσταγές των επιχειρηματικών συμφερόντων. Η ανασυγκρότηση και ο εκδημοκρατισμός της γενικής συνέλευση καθώς και όλων των διαδικασιών του φοιτητικού κινήματος είναι ύψιστο ζήτημα δημοκρατίας και απάντηση σε αυτούς που θεωρούν τους φοιτητές και τις φοιτήτριες άβουλα αποπολιτικοποιημένα όντα.
Στο πλαίσιο της λογικής του βαθέματος της δημοκρατίας πρέπει να γίνονται προσπάθειες δημιουργίας νέων συλλογικοτήτων όπως κολλεκτίβες νέων επιστημόνων και κοινωνικοί συναιτερισμοί.

Παράλληλα η επανοικειοποίηση του χώρου μέσα από τα εγχειρήματα αυτοοργάνωσης απαντά τόσο σε άμεσες υλικές ανάγκες (π.χ. κοινωνικά ιατρεία, αυτοδιαχειριζόμενος αγρός), όσο και δημιουργεί ένα νέο μοντέλο οργάνωσης των ζωών μας και του ίδιου του κινήματος.

Ένα ευρύ κίνημα που θα λαμβάνει τα χαρακτηριστικά του απευθείας από τη βάση του, που τα επιμέρους κομμάτια του θα συνδέονται οργανικά και κατά τρόπο ουσιαστικό, όπως η προσπάθεια συγκρότησης κοινών διαδικασιών εντός του κινήματος με τους διοικητικούς και τους καθηγητές, θα διατηρείται ζωντανό μαχητικό και δημιουργικό.

Φοιτητικές εκλογές

Οι φοιτητικές εκλογές αυτή την κρίσιμη για τη δημοκρατία περίοδο πρέπει να δώσουν απάντηση σε αυτούς που θέλουν να διαλύσουν τα πανεπιστήμια και τις ζωές μας. Η καταδίκη των αντιλήψεων και πρακτικών της ΠΑΣΠ και της ΔΑΠ είναι αναγκαία τη στιγμή που η επικράτησή τους βοηθάει το καταστροφικό έργο των μνημονίων και της αποστροφής του κόσμου από τις διαδικασίες. Πρέπει να κάνουμε σαφές πως μόνο η ενεργή συμμετοχή και η σύγκρουση πολιτικά και ιδεολογικά με τα κυρίαρχα πρότυπα είναι αποτελεσματική. Μια μάχη που έχει συν τοις άλλοις σταθμό και τις φοιτητικές εκλογές και πρέπει να ενισχύσει την αντίληψη ότι τα πράγματα μπορούν και πρέπει να ανατραπούν συνολικά. Η αλλαγή των συσχετισμών εντός του συλλόγου θα βοηθήσει στην προσπάθεια μετασχηματισμού της φοιτητικής ζωής και της πολιτικής δράσης στο πανεπιστήμιο.

Εμείς αντί να στραφούμε εναντίον όλων των δυνάμεων για να πείσουμε τους φοιτητές και τις φοιτήτριες να μας στηρίξουν, επιλέγουμε να αναγνωρίσουμε τον αντίπαλό μας, που δεν είναι άλλος από τις δυνάμεις του συστήματος, την ΠΑΣΠ και τη ΔΑΠ. Πιστεύουμε πως ο ΑΝΑΧ-ΕΑΑΚ και η ΠΚΣ θα πρέπει να αποχωριστούν το παλαιοσυνδικαλιστικό μοντέλο αντιπαράθεσης και να κατανοήσουν πως η εργαλειακή αντιμετώπιση των διαδικασιών, η λασπολογία και η ακραία πολιτική πόλωση με άλλες κινηματικές δυνάμεις ευννοεί τον αντίπαλο.

Θα πρέπει όσοι και όσες πιστεύουμε πως τα πράγματα μπορούν ν΄ αλλάξουν συνολικά στο πανεπιστήμιο και στην κοινωνία, ενταγμένοι και ανένταχτοι, να δώσουμε τη μάχη για την επανανοηματοδότηση των λέξεων: συμμετοχή, δημοκρατία, αλληλεγγύη, ενότητα.

Είμαστε αυτοί που μπορούν να κινήσουν γη και ουρανό !

7 Μαΐου συμμετέχουμε-στηρίζουμε-ψηφίζουμε Αριστερή Ενότητα

Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

Δυνατότητες και δυσκολίες του συνεταιριστικού τρόπου παραγωγής

του Πέτρου Λινάρδου Ρυλμόν

Κοινωνική - Αλληλέγγυα Οικονομία
1. Εισαγωγή
Παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις σχετικά με την αλληλέγγυα οικονομία κατά τη σημερινή περίοδο, είναι πλέον γεγονός οτι η συζήτηση για τον χαρακτήρα της έχει εκ των πραγμάτων βρεθεί στο επίκεντρο των αναζητήσεων για τις κατευθύνσεις που μπορεί και πρέπει να ακολουθήσουν οι κοινωνικές κινητοποιήσεις, όπως και για το ρόλο των πρωτοβουλιών της αλληλέγγυας οικονομίας (ΑΟ) στο περιεχόμενο και τις μεθόδους ενός αριστερού προγράμματος. Η ΑΟ ανανεώνει την ίδια την έννοια της αλληλεγγύης. Θέτει το ζήτημα της δημιουργίας συλλογικοτήτων που αναλαμβάνουν οικονομικές δραστηριότητες, σε σύγκρουση όχι μόνο με την κυρίαρχη πολιτική, αλλά και με τις πρακτικές της αγοράς και του καπιταλισμού. Ανανεώνει και δοκιμάζει την ιδέα των δημοκρατικών διαδικασιών για την οργάνωση και υλοποίηση παραγωγικών δραστηριοτήτων και προσφοράς υπηρεσιών, εφαρμόζει εξισωτικές μορφές αμοιβής της εργασίας, επιβάλλει νέες ισορροπίες ανάμεσα στις προσωπικές και κοινωνικές λογικές, ανάμεσα στο υλικά και ηθικά κίνητρα.

Η ΑΟ είναι ένα πολύπλευρο κοινωνικό κίνημα, το οποίο συνδέεται από την άποψη των αρχών και των μεθόδων του με το κίνημα των “αγανακτισμένων”, αλλά προκαλεί αμηχανία, ή και αρνητικές αντιδράσεις, στα τμήματα της αριστεράς που παραμένουν προσκολλημένα σε στρατηγικές ανατροπής του καπιταλισμού όπου ο έλεγχος των κοινωνικών κινημάτων από επαναστατικά κόμματα και η κατάληψη από τα εν λόγω κόμματα της κρατικής εξουσίας, αποτελούν τη μοναδική και απαρέγκλιτη οδό. Αυτές οι αντιδράσεις δεν έρχονται μόνο αντιμέτωπες με τα δημοκρατικά χαρακτηριστικά των κοινωνικών κινημάτων, αλλά και με την ανερχόμενη στην κοινωνία πεποίθηση ότι τα αιτήματα και οι προτάσεις των κινητοποιήσεων και πρωτοβουλιών θα αποτελέσουν καθοριστικούς παράγοντες διαμόρφωσης της κοινωνίας και της οικονομίας που θα διαδεχθεί την εποχή της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας.

2. Η αλλαγή του περιεχομένου της αλληλεγγύης

Γνωρίζουμε πλέον καλά ότι στο πλαίσιο πρωτοβουλιών υποστήριξης ατόμων ή ομάδων που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα επιβίωσης, υπήρξαν και υπάρχουν ακόμα τοποθετήσεις που αντιπροτείνουν τις διεκδικήσεις από τις κρατικές υπηρεσίες ή την τοπική αυτοδιοίκηση, ώστε αυτές να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Σε σχέση με αυτή την προσέγγιση το σημαντικό δεν είναι μόνο να αντιτάξει κανείς μια “πραγματιστική” λογική, η οποία να αναγνωρίζει την ύπαρξη των αλληλέγγυων πρωτοβουλιών. Χρειάζεται επίσης να εξηγήσει ότι ο καπιταλισμός σήμερα δεν χαρακτηρίζεται μόνο από τη συνεχή διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και της φτώχειας, αλλά και από τη συνεχή άνοδο του μορφωτικού επιπέδου, τη διεύρυνση των δημιουργικών και παραγωγικών ικανοτήτων του πληθυσμού, ιδιαίτερα των νεότερων γενεών. Έτσι, η αλληλεγγύη που αφορά φτωχούς εργαζόμενους ή άνεργους δεν αποτελεί απλά υποστήριξη περιθωριοποιημένων οικονομικά ατόμων, αλλά αποτελεί κατά κύριο λόγο τη μέθοδο κοινωνικής και πολιτικής ενεργοποίησής τους και αξιοποίησης των γνώσεων, των ικανοτήτων και της δημιουργικότητάς τους.

Η προσέγγιση της αλληλεγγύης από τη σκοπιά των θεσμών του κοινωνικού κράτους στο πλαίσιο του φορντιστικού καπιταλισμού, πολύ δε περισσότερο η αντιμετώπιση των σημερινών κινήσεων αλληλεγγύης ως πρωτοβουλιών ανασύστασης αυτών των θεσμών, παραβλέπει πριν απ’όλα ότι η νεοφιλελεύθερη στρατηγική έχει σοβαρά υποβαθμίσει ή καταστρέψει τις δραστηριότητες του κοινωνικού κράτους. Παραβλέπει όμως και ότι ακόμα και αυτό το πρότυπο καπιταλισμού (αυτό που οι περισσότεροι εννοούν ως ανάπτυξη), δεν αντιμετώπιζε κρίσιμα ζητήματα όπως οι κοινωνικές ανισότητες, η αυταρχική διοίκηση της παραγωγής και της οικονομίας, η άρνηση της καθολικής εκπαίδευσης και της ισότιμης διάχυσης γνώσης και πληροφοριών, η καταστροφή του περιβάλλοντος με τη ανάλωση πόρων και την διασπορά αποβλήτων και επικίνδυνων χημικών ουσιών. Σήμερα, επομένως, η ανασύσταση κοινωνικών θεσμών δεν μπορεί να αγνοήσει το σύνολο αυτών των κριτικών του φορντισμού (και της ανάπτυξης), από τη στιγμή μάλιστα που οι κριτικές αυτές αποτελούν μέρος της θεματολογίας κοινωνικών κινημάτων, τα οποία και συγκροτούν νέες προσεγγίσεις της αλληλεγγύης.

Ο εργαζομενος που οικοδομεί και θα οικοδομήσει δομές αλληλεγγύης δεν είναι πλέον ο εργάτης του τεϋλορικού καταμερισμού εργασίας (στον οποίο βασίστηκε ο φορντιστικός καπιταλισμός), και για τον οποίο φτιάχτηκε το κοινωνικό κράτος όπως το ξέρουμε. Ο σημερινός εργαζόμενος, ο οποίος απασχολείται σε μεγάλο ποσοστό σε συνθήκες ανασφάλειας, μεγάλης κινητικότητας, αυθαίρετα χαμηλών αμοιβών, ενώ γνωρίζει επαναλαμβανόμενες περιόδους ανεργίας, είναι ταυτοχρόνως μορφωμένος, με ένα επίπεδο και τομέα ειδίκευσης, με πολλές δεξιότητες που αποκτήθηκαν λόγω πολλαπλών θέσεων και αναγκαστικών πρωτοβουλιών σε υποβαθμισμένες συνθήκες εργασίας , και έχει την ανάγκη αλλά και την ικανότητα να παρέμβει σε μια γκάμα θεμάτων πολύ ευρύτερη από την “παραδοσιακή” διαπραγμάτευση άμεσου και έμμεσου μισθού. Είναι ικανός να σκεφτεί και να οργανώσει αλληλέγγυες πρωτοβουλίες που έχουν σχέση με την παραγωγή αγαθών ή υπηρεσιών, να υποστηρίξει με τους συναδέλφους του την εφαρμογή δημοκρατικών μεθόδων οργάνωσης και διοίκησης, να επεξεργαστεί συλλογικά προτάσεις για ευρύτερες θεσμικές λειτουργίες και σχεδιασμούς οικονομικών δραστηριοτήτων.

3. Κοινωνική Οικονομία ή Αλληλέγγυα Οικονομία;

Σχετικά με τη διαφορά Κοινωνικής Οικονομίας και Αλληλέγγυας Οικονομίας, υπάρχει σε ένα μέρος τουλάχιστον της βιβλιογραφίας μια ευρύτατα αποδεκτή άποψη που λέει ότι η πρώτη αφορά δραστηριότητες με κοινωνικούς στόχους που δεν επιδιώκουν μια ρήξη με το καπιταλιστικό περιβάλλον, ενώ η δεύτερη κάνει επιλογές ως προς τις δραστηριότητες και τις μεθόδους της που επιδιώκουν τη ρήξη με αυτό το περιβάλλον. Η αλήθεια είναι οτι στην Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα, υπάρχει ένας ορατός διαχωρισμός. Από τη μία μεριά οργανώσεις με κοινωνικό σκοπό, που δραστηριοποιούνται συμπληρωματικά ως προς τις κοινωνικές υπηρεσίες ή τις δημόσιες υπηρεσίες, και δεν επιδιώκουν κάτι παραπάνω, ούτε εφαρμόζουν εξισωτικές μεθόδους διοίκησης και οργάνωσης. Και από την άλλη οργανώσεις οι οποίες εντάσσονται, λόγω των δραστηριοτήτων αλλά και των μεθόδων τους, σε λογικές ρήξης με το καπιταλιστικό περιβάλλον, είτε πρόκειται για πρωτοβουλίες που γεννήθηκαν στην Ελλάδα στις συνθήκες της κοινωνικής κρίσης, είτε για οργανώσεις που υπάρχουν εδώ και πολλά χρόνια (στην Ισπανία ιδιαίτερα αλλά όχι μόνο) διατηρώντας αυτά τα χαρακτηριστικά κριτικής του καπιταλισμού.

Παρά την υπαρκτή διαφοροποίηση μεταξύ των δύο παραπάνω κατηγοριών, πρέπει να δεχθούμε ότι πρόκειται για έναν ενιαίο χώρο. Ενιαίο, από την άποψη της διαθεσιμότητας, στον ώριμο και ύστερο καπιταλισμό, ανθρώπων που έχουν τη γενική πρόθεση αλλά και την πρακτική ικανότητα να οργάνωσουν δραστηριότητες που υπηρετούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την ιδέα της κοινωνικής αλληλεγγύης. Ανεξάρτητα αν υιοθετούν μεταρρυθμιστικές λογικές ή λογικές ρήξης, έχουν ως αφετηρία τη διαθεσιμότητα για την παρέμβαση στον κοινωνικό τομέα, στον τομέα του περιβάλλοντος, ή και στον τομέα της διεθνούς αλληλεγγύης. Η παρέμβαση αυτή αποτελεί έναν ανεξάρτητο παράγοντα του θεσμικού τοπίου, προϊόν αυτής της διαθεσιμότητας, που μερικά καπιταλιστικά κράτη επέλεξαν να υποστηρίξουν. Είναι γεγονός ότι ο νεοφιλελευθερισμός θεώρησε ευπρόσδεκτη τόσο πρακτικά, όσο και θεωρητικά, αυτή την εξέλιξη, ενσωματώνοντας την “κοινωνική επιχειρηματικότητα” στην απαξίωση του δημοσίου χώρου. Και είναι επίσης γεγονός ότι υπήρξαν και υπάρχουν “κοινωνικές πρωτοβουλίες” που υπηρέτησαν τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση, υλοποιώντας τις αντίστοιχες πολιτικές ή αξιοποιώντας τις πελατειακές πρακτικές των κυβερνήσεων.

Για να αξιολογηθεί όμως η σχέση του φαινομένου της διαθεσιμότητας για ανεξάρτητη ανάληψη δραστηριοτήτων κοινωνικού σκοπού, με τις πολιτικές των κυβερνήσεων κατά την τρέχουσα φάση του καπιταλισμού, πρέπει να γίνει κατανοητός ο συγκρουσιακός χαρακτήρας αυτής της σχέσης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η νεοφιλελεύθερη διαχείριση αποτελεί τη μέθοδο με την οποία η εξουσία του κεφαλαίου αντιμετωπίζει κατά κύριο λόγο το φαινόμενο της “μαζικής διανοητικότητας”, της επέκτασης δηλαδή σε μεγάλες μερίδες του πληθυσμού της γνωστικής ικανότητας, και επομένως της ικανότητας προς δράση, σε σχέση με τα σημαντικά οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά ζητήματα. Είναι κύριο χαρακτηριστικό αυτής της διαχείρισης η προσπάθεια αξιοποίησης, από τη μια μεριά της μαζικής εφευρετικότητας και αδρανοποίησης, και από την άλλη της έμπρακτης κριτικής που μπορεί να εμπεριέχει. Οι κοινωνικές πρωτοβουλίες για ανεξάρτητη δράση δεν διαμορφώνονται για να υπηρετήσουν τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση, αλλά η μόνιμη ενασχόληση της εξουσίας του κεφαλαίου με τον έλεγχο όλων των προϊόντων της μαζικής διανοητικότητας μπορεί να καταλήξει στην ενσωμάτωση ή την αδρανοποίησή τους, χωρίς αυτό να είναι μοιραίο ή να συμβαίνει στην πλειοψηφία των περιπτώσεων.

4. Η αριστερά και η Αλληλέγγυα Οικονομία

Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης, η νεοφιλελεύθερη διαχείριση έχει οδηγήσει στην ουσιαστική αποδιάρθρωση του θεσμικού πλαισίου που φαινόταν πρίν μερικά χρόνια να έχει τη δυνατότητα να εδραιώσει και να βελτιώσει το κοινωνικό κράτος. Στην Ελλάδα ειδικότερα, όπου οι επιπτώσεις αυτής της διαχείρισης προς όφελος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου έχουν φθάσει σε πιό προχωρημένο στάδιο, πραγματοποιείται επίσης μια προσαρμογή και των υπόλοιπων θεσμικών λειτουργιών που αφορούν τις οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές, προς την κατεύθυνση της εγκατάλειψης ακόμα και συνολικών στόχων σε επίπεδο εθνικής οικονομίας και της εξυπηρέτησης μεμονωμένων κεφαλαιούχων ή ειδικών προνομιούχων κοινωνικών ομάδων, μια κατεύθυνση η οποία υπηρετείται επίσης από την κατάργηση κοινωνικών δικαιωμάτων και κοινωνικών κατακτήσεων. Η δημιουργία ενός κινήματος αποκατάστασης δικαιωμάτων, και κάλυψης κοινωνικών και παραγωγικών αναγκών, είναι αδύνατη χωρίς την εφεύρεση απο κοινωνικές πρωτοβουλίες νέων θεσμών, την ανανέωση των λειτουργιών σε υπαρκτούς θεσμούς με παρεμβάσεις εργαζομένων και ενδιαφερομένων κοινωνικών ομάδων, και την εγκαθίδρυση διαδικασιών δημοκρατικού ορισμού από τη βάση της κοινωνίας, τόσο του περιεχομένου των αναγκών, όσο και των ευρύτερων επιλογών για την ικανοποίησή τους.

Ο σχεδιασμός επομένως της ανασυγκρότησης της παραγωγικής βάσης, των κοινωνικών θεσμών και των περιβαλλοντικών πολιτικών, που δεν μπορεί παρά να βασιστεί σε θεσμικές λειτουργίες οι οποίες έρχονται σε ρήξη με τις λογικές του κεφαλαίου, θα είναι αναγκαστικά το αποτέλεσμα της ανάδειξης ενός νέου τύπου δομών έκφρασης πολιτικών επιλογών, που αν αναπτυχθούν θα εξελιχθούν σε μορφές δυαδικής εξουσίας. Η διαπραγμάτευση ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου με το κεφάλαιο δεν έχει σήμερα κανένα νόημα, ενώ η μεταβολή εκ των άνω των κοινωνικών συμμαχιών τις οποίες υπηρετεί το κράτος, είναι αδύνατη χωρίς την οργανωμένη παρέμβαση των “από κάτω”, η οποία δεν θα αρκεστεί στη διατύπωση διεκδικήσεων, αλλά θα ορίσει ανάγκες, στόχους και μεθόδους για την επίτευξή τους, επιτυγχάνοντας συγχρόνως τη σύσταση νέων συμμαχιών και την αναμόρφωση των δημόσιων λειτουργιών. Θα πρόκειται για μια ριζική αναμόρφωση, καθώς οι δημόσιες υπηρεσίες θα πάψουν να υπηρετούν την υπάρχουσα κοινωνική ιεραρχία και τις μεθόδους εξασφάλισης της αναπαραγωγής της, αλλά θα υπηρετήσουν τον σχεδιασμό που προέκυψε από το συντονισμό δημοκρατικών αποφάσεων στη βάση της κοινωνίας, στην οποία ανήκουν και οι εργαζόμενοι σε αυτές τις υπηρεσίες, όπως και οι κοινωνικές ομάδες που εξυπηρετούνται από αυτές. Στο χώρο των ιδιωτικών επιχειρήσεων, η παρέμβαση των εργαζομένων μπορεί να πάρει τη μορφή της αυτοδιαχείρισης επιχειρήσεων που κλείνουν, του ελέγχου των επιλογών και των μεθόδων στο επίπεδο των επιχειρήσεων , ή και της διαπραγμάτευσης με εκπροσώπους των επιχειρηματιών, στο πλαίσιο του συντονισμού των πρωτοβουλιών της βάσης της κοινωνίας για τον σχεδιασμό των παραγωγικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών κατευθύνσεων πολιτικής.

Η μορφή που μπορεί να πάρει η δυναμική της διαμόρφωσης μορφών δυαδικής εξουσίας, η δημιουργία δηλαδή από κοινωνικά κινήματα, στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας και κοινωνίας, των δομών και θεσμών που περιλαμβάνουν τα βασικά χαρακτηριστικά του διάδοχου καθεστώτος και στηρίζονται σε κοινωνικές συμμαχίες που κάνουν δυνατή τη μετάβαση σε αυτό το καθεστώς, αποτελεί βασικό ζητούμενο της ανατρεπτικής στρατηγικής. Μέρος της παραδοσιακής αριστεράς δεν συμμερίζεται αυτή την προβληματική, ούτε δίνει απαντήσεις στα σχετικά ερωτήματα. Πρόκειται για οργανώσεις και ομάδες οι οποίες αφήνουν σε ένα μαύρο κουτί το πώς θα συνδεθούν κοινωνικά αιτήματα και μορφές οργάνωσης της ικανοποίησης αυτών των αιτημάτων, αλλά και συνεχιζόμενης έκφρασης των αναγκών και του ελέγχου της εξουσίας σε ένα νέο κοινωνικό σχηματισμό. Στην πραγματικότητα ξεκινούν από εκεί που άφησε το θέμα η Τρίτη Διεθνής, με την προσέγγιση της “επανάστασης” από την πλευρά της κατάληψης του υπάρχοντος κρατικού μηχανισμού, σύμφωνα με ένα μοντέλο που εφαρμόστηκε μεταπολεμικά στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.

Σύμφωνα με αυτή την “κρατιστική” προσέγγιση δεν συνδέεται η διαδικασία της ανατροπής με τη διαδικασία επίτευξης κατακτήσεων των κινημάτων, ποσοτικών και θεσμικών, αλλά με μια διαδικασία επίτευξης της ιδεολογικής κυριαρχίας η οποία αναμένεται να επιτρέψει, με μεθόδους που είναι ασαφείς, την κατάληψη της εξουσίας και την εφαρμογή ενός προγράμματος του οποίου κανείς δεν περιγράφει τα χαρακτηριστικά. Η εμμονή αυτής της μερίδας της αριστεράς στο δίδυμο έξοδος απο το Ευρώ και στάση πληρωμών, αποτελεί τον κοινό παρονομαστή προσεγγίσεων που συνδυάζουν έναν ιδεολογικό ριζοσπαστισμό με την προγραμματική σύγχηση. Δεν κατανοεί οτι η διαπραγμάτευση με τους δανειστές θα είναι σε κάθε περίπτωση αναπόφευκτη και οτι το ζητούμενο είναι ένας συσχετισμός δυνάμεων που μόνο αν οικοδομηθεί σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο από τα ίδια τα κοινωνικά κινήματα μπορεί να ανατρέψει την κυριαρχία των δανειστών. Αυτή η προσέγγιση βασίζεται στην πεποίθηση οτι μπορεί να διαμορφωθεί ένα πολιτικό κίνημα κατά του Ευρώ και της ΕΕ, το οποίο όμως δεν θα βασίζεται σε ένα πρόγραμμα κάλυψης των αναγκών που είναι σήμερα ορατές, ή των αναγκών που θα προκύψουν με την έξοδο από το Ευρώ και τη στάση πληρωμών. Αγνοείται επομένως η ανάγκη να συγκροτηθούν κινήματα και να επιβληθούν πρακτικές, που θα προετοιμάσουν την κοινωνία για μια περίοδο σύγκρουσης και διαπραγμάτευσης με τους δανειστές και ανασυγκρότησης της οικονομίας και των κοινωνικών θεσμών με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης, παραγωγικής επάρκειας και αποτελεσματικής στρατηγικής προστασίας του περιβάλλοντος.

5. Οι δυναμικές της Αλληλέγγυας Οικονομίας
Δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι οι ως τώρα διαμορφωμένες δομές αλληλεγγύης, οι οποίες μπορεί να χαρακτηριστούν συστατικά μιας αλληλέγγυας οικονομίας, αποτελούν σήμερα μορφές δυαδικής εξουσίας. Μπορεί όμως κανείς να ισχυριστεί ότι η δυναμική αυτών των δομών αλληλέγγυας οικονομίας οδηγεί προς αυτή την κατεύθυνση. Κι αυτό διότι οι δομές αυτές εμπεριέχουν τα στοιχεία οργανωμένων κοινωνικών κινητοποιήσεων, οι οποίες θέτουν στόχους που επιδιώκουν να επηρεάσουν το ορισμό των αναγκών, τις νέες μεθόδους ικανοποίησής τους και τους τρόπους σύνδεσής τους με ευρύτερες πολιτικές. Τα κοινωνικά ιατρεία, οι προσφορές προϊόντων χωρίς μεσάζοντες, οι οργανωμένες αντιστάσεις σε περιβαλλοντικά ζητήματα, η υποστήριξη αστέγων ή ανέργων σε θέματα σίτισης ή στέγασης, αποτελούν υπαρκτές δραστηριότητες που έχουν ενταχθεί στις κοινωνικές κινητοποιήσεις και έχουν εκ των πραγμάτων θέσει ζητήματα προγραμματικών παρεμβάσεων σε όλους αυτούς τους τομείς.

Τα κοινωνικά ιατρεία
 που δημιουργήθηκαν για να καλύψουν τις ανάγκες πρωτοβάθμιας περίθαλψης ανασφάλιστων μεταναστών και ελλήνων εργαζομένων, λειτουργούν με την εθελοντική προσφορά εργασίας ιατρών, νοσηλευτών ή πολιτών, με δωρεές φαρμάκων και εξοπλισμού, και χρηματικές προσφορές ή εισπράξεις ειδικών εκδηλώσεων. Η δραστηριότητά τους αυτή δεν αναδεικνύει μόνο το πρόβλημα της ανασφάλιστης εργασίας, της ανεργίας, των αλλοδαπών χωρίς χαρτιά και της άρνησης από το δημόσιο της δωρεάν περίθαλψης για τις αντίστοιχες κατηγορίες ανθρώπων. Αναδεικνύει επίσης ένα σοβαρό έλλειμμα πρωτοβάθμιας περίθαλψης για το σύνολο του πληθυσμού. Τα μέτωπα που ανοίγονται, επομένως, απαιτούν την παράλληλη κινητοποίηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων στον τομέα της υγείας, τη δραστηριοποίηση των ίδιων των ενδιαφερόμενων εργαζόμενων και πολιτών, και τον περαιτέρω συντονισμό δράσης όλων αυτών, για την επεξεργασία προγραμματικών στόχων σχετικά με την υγεία, τον χαρακτήρα και την ποιότητα των υπηρεσιών, τους αναγκαίους πόρους και τις ανάγκες σε υποδομές και προσωπικό. Ένας τέτοιος προσανατολισμός της συλλογικής δράσης, στην οποία θα πρέπει να συμμετάσχουν και οι υπάλληλοι του αρμόδιου υπουργείου, όπως και μελετητικές ομάδες του τομέα της υγείας, μπορεί να οδηγήσει τόσο στην επεξεργασία μιας εναλλακτικής πολιτικής, όσο και στη δημιουργία δομών με καθοριστικό ρόλο σε ό,τι αφορά το σχεδιασμό αυτής της πολιτικής.

Η οργάνωση της προσφοράς αγροτικών προϊόντων “χωρίς μεσάζοντες” είναι σήμερα μια ισχυρή τάση με στόχο τη μείωση των τιμών, και επομένως του κόστους της διατροφής σε όλη την Ελλάδα, ενώ συνδέεται και με δραστηριότητες προσφοράς δωρεάν προϊόντων σε ορισμένες κατηγορίες του πληθυσμού. Η περαιτέρω ανάπτυξη τέτοιων δικτύων είναι σημαντική, καθώς μπορεί να βρεθεί στο επίκεντρο των προσπαθειών για την κάλυψη άμεσων αναγκών σε περίπτωση ραγδαίας επιδείνωσης της ανεργίας και της μείωσης εισοδημάτων. Η προσφορά προϊόντων “χωρίς μεσάζοντες”, όμως, μπορεί να αποτελέσει και την κινητήρια δύναμη μιας ανταγωνιστικής προσφοράς εγχώριων προϊόντων, αλλά και της δυνατότητας να επηρεαστεί αυξητικά η εγχώρια παραγωγή απο την εγχώρια ζήτηση, με αποτέλεσμα την αύξηση της απασχόλησης στον αγροτικό τομέα και την θετική επίδραση επί της εξοικονόμησης καυσίμων. Η σταθεροποίηση των σχέσεων σε τοπικές κοινωνίες των παραγωγών και των καταναλωτών, μέσω αντίστοιχων οργανώσεων και της τοπικής αυτοδιοίκησης, μπορεί να αποτελέσει την οδό για το σχεδιασμό πολιτικής, για την κατά τόπους αγροτική παραγωγή και την ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων.

Οι κινητοποιήσεις σε τοπικό επίπεδο εναντίον των φαραωνικών επενδύσεων στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, που καταστρέφουν φυσικούς πόρους και αλλοιώνουν χαρακτηριστικά ολόκληρων περιοχών, συνοδεύονται κατά κανόνα από επεξεργασίες εναλλακτικών προτάσεων σχετικά με τον ενεργειακό σχεδιασμό, στις οποίες συμμετέχουν συχνά ομάδες επιστημόνων των τοπικών πανεπιστημίων. Οι αντιδράσεις αυτές δεν λαμβάνουν τη μορφή απλών αρνήσεων. Είναι σαφές ότι όσοι κινητοποιούνται, συνειδητοποιούν τη σημασία του ενεργειακού σχεδιασμού και της σύνδεσής του τόσο με τα τοπικά ζητήματα προστασίας του περιβάλλοντος, όσο και με την πολιτική αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Μπορούν έτσι να διαμορφωθούν νέου τύπου δομές έκφρασης της λαϊκής θέλησης σχετικά με τα περιβαλλοντικά ζητήματα, οι οποίες να συνδυάζουν τις δημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων, με την αξιοποίηση εμπειρογνωμοσύνης, και προοπτικά, το συντονισμό των προτάσεων σε ευρύτερες περιοχές και σε εθνικό επίπεδο.

Η προσφορά δωρεάν σίτισης σε ανέργους και αστέγους 
αποτελεί προνοιακή δραστηριότητα η οποία αναπτύσεται με γρήγορους ρυθμούς και θα χρειαστεί να αναπτυχθεί ακόμη περισσότερο στο προσεχές μέλλον. Είναι μια δραστηριότητα η οποία πρέπει να συνδυαστεί με δράσεις στον τομέα της στέγασης και της προσφοράς κοινών χώρων, ώστε να υποστηρίζεται όχι απλά η επιβίωση, αλλά και η κοινωνική ενεργοποίηση, σε δραστηριότητες αλληλεγγύης, και σε δραστηριότητες που έχουν σχέση με την πρόσβαση στον πολιτισμό και την εκπαίδευση. Η περίοδος που βρίσκεται μπροστά μας θα έχει να αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα σε ότι αφορά την ανεργία και τη φτώχεια. Χρειάζεται να ενισχυθεί η δημιουργία ενός πανελλαδικού δικτύου τέτοιων παρεμβάσεων, οι οποίες θα έχουν τη δυνατότητα να αποτυπώσουν και να ικανοποιήσουν τις τοπικές ανάγκες, να κινητοποιήσουν τις τοπικές κοινωνίες, αλλά και να συμβάλουν στη διαμόρφωση εθνικής πολιτικής σε αυτό τον τομέα.

Παράλληλα, η ΒΙΟΜΕΤ στη Θεσσαλονίκη, η Δωδώνη στην Ήπειρο και η ΣΕΚΑΠ στη Θράκη, θέτουν το ζήτημα της αυτοδιαχείρισης απέναντι στην εγκατάλειψη παραγωγικών μονάδων από την εργοδοσία, ή την διαλυτική πορεία των Μνημονίων για τον παραγωγικό ιστό της χώρας. Ένα πλήθος συνεταιριστικών πρωτοβουλιών σε όλη την Ελλάδα, δείχνει οτι η οδός της οικονομικής δραστηριότητας που βασίζεται στις αρχές της αλληλέγγυας οικονομίας, του συνδυασμού δηλαδή ενός σκοπού που βρίσκεται εκτός των λογικών της αγοράς και της κεδροφορίας, και μεθόδων διοίκησης δημοκρατικών και εξισωτικών, έχει πλέον εγγραφεί στην ελληνική κοινωνία ως μια επιλογή που κινητοποιεί έναν αυξανόμενο αριθμό αριθμό ανθρώπων.

Οι πρωτοβουλίες αλληλέγγυας οικονομίας δεν αποτελούν στις σημερινές συνθήκες δραστηριότητες που έρχονται να συμπληρώσουν ανεπαρκείς δημόσιες λειτουργίες ή πολιτικές. Αποτελούν όμως τον μόνο τομέα δραστηριοτήτων όπου ανοικοδομούνται αλληλέγγυες πρακτικές απέναντι σε κρατικές πολιτικές που επιδιώκουν να καταστρέψουν, και καταστρέφουν, ό,τι θυμίζει κοινωνικούς θεσμούς του παρελθόντος. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα όπου εμφανώς πλέον οι κυρίαρχες στην Ευρώπη πολιτικές δεν είναι πολιτικές λιτότητας που μειώνουν μισθούς και κοινωνικές κατακτήσεις, αλλά είναι η χώρα όπου οι νεοφιλελεύθεροι πειραματισμοί έχουν πάει ως την εξαφάνιση των βασικών κοινωνικών θεσμών. Οι εργαζόμενοι και οι λαϊκές τάξεις στην Ελλάδα είναι λοιπόν υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν την οδό των νέων μορφών αλληλέγγυας συσπείρωσης και της κοινωνικής εφευρετικότητας, που θα αποτελέσουν εκ των πραγμάτων την αιχμή των αντιστάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.