Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

Εναλλακτικά δίκτυα διάθεσης τροφής: περιβαλλοντική και πολιτική σημασία


της ΙΩΑΝΝΑΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ
και του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΣ


Τα εναλλακτικά δίκτυα τροφής (alternative food networks) αναπτύχθηκαν ραγδαία τα τελευταία 30 χρόνια, κυρίως ως απάντηση στο παγκοσμιοποιημένο σύστημα διανομής της τροφής και αναζητήθηκε τρόπος επανασύνδεσης των παραγωγών της τροφής και των καταναλωτών της.  Βασική τους αρχή ήταν η βιώσιμη καλλιεργητική πρακτική αλλά και η άρθρωση νέων πολιτικών σχέσεων και νέων μορφών διαχείρισης της αγοράς.
To φαινόμενο των τοπικών αγορών-άμεσων αγορών σε Βόρεια Αμερική, Ευρώπη, Ιαπωνία αναπτύχθηκε μέσα από διάφορες μορφές με κυρίαρχη την Υποστηριζόμενη από Κοινότητες Γεωργία (Community Supported Agriculture-CSA).
Οι CSA αποτελούν διαφόρων τύπων σχήματα όπου οι καταναλωτές έρχονται σε άμεση σχέση με τους παραγωγούς. Αυτά μπορεί να διαμορφώνονται με μια λογική προσανατολισμένη κυρίως  «προς τον αγρότη», όπου οι καταναλωτές προαγοράζουν μερίδιο από τη παραγωγή του αγρότη ή απλά αγοράζουν την παραγωγή του σε σταθερή βάση ή αλλιώς διαμορφώνονται με λογική «προς τον καταναλωτή», όπου καταναλωτές και παραγωγοί δημιουργούν κοινά συνεργατικά σχήματα με στόχο τον από κοινού σχεδιασμό και υλοποίηση της παραγωγής.
Οι λόγοι που οδήγησαν στα εναλλακτικά δίκτυα διακίνησης της τροφής, όπου βασικό χαρακτηριστικό είναι η αμεσότητα στην σχέση παραγωγού- καταναλωτή, είναι πολλοί. Σχετίζονται με την ανάγκη των ανθρώπων στη πόλη να έχουν ασφαλή διατροφή (που αυτό συνδέεται με την προτίμηση τέτοιων σχημάτων στη βιολογική γεωργία) σε καλές τιμές και με την ανάγκη των παραγωγών να έχουν μία όσο γίνεται εξασφαλισμένη χρηματοδότηση και αγορά για τα προϊόντα τους. Σχετίζονται με την ανάπτυξη του οικολογικού κινήματος και με τις αιτιάσεις του στη μείωση του ενεργειακού αποτυπώματος κατά την διακίνηση, την διατήρηση της αγροβιοποικιλότητας και των φυσικών πόρων, την αντίσταση κυρίως της μικρής κλίμακας παραγωγών στην σαρωτική εκβιομηχάνιση της γεωργίας και του αγροδιατροφικού συστήματος καθώς και την απεξάρτηση από μεταλλαγμένα και αγροχημικά στην παραγωγή. Το κύριο όμως συστατικό αυτών των  άμεσων τρόπων διάθεσης αποτελεί η επανασύσταση της κοινότητας και μάλιστα σε δημοκρατική βάση καθώς και η επανασύνδεση με την παραγωγή. Σύνδεση που γίνεται με τρόπο ώστε η παραγωγή να ελέγχεται και να σχεδιάζεται από μία δημοκρατικά οργανωμένη κοινότητα στη βάση των αναγκών της.
Εξετάζοντας την ιστορική συνέχεια στη δομή και λειτουργία όλου του πλέγματος παραγωγής τροφής σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο, μπορεί να ειπωθεί πως ενώ αρχικά η αγροτική παραγωγή ήταν κατά κύριο λόγο μη εμπορευματοποιημένη και προσανατολισμένη στη τοπική αγορά, αργότερα εμπορευματοποιήθηκε και στράφηκε σε πιο μακρινές αγορές. Παράλληλα η αύξηση στο μέγεθος της πόλης συνέτεινε αλλαγές όπως: α) μικροί λαχανόκηποι μέσα στις πόλεις εξαφανίστηκαν, β) στο περιαστικό χώρο μειώθηκε η καλλιέργεια και γ) η αγροτική παραγωγή εντατικοποιήθηκε.
Συνέπεια αυτού ήταν να διαχωριστεί πλήρως η παραγωγή με τη κατανάλωση, ο καταναλωτής να μην έχει γνώση για τη ταυτότητα του παραγωγού και του προϊόντος,  η πόλη να είναι εξαρτώμενη διατροφικά, ο παραγωγός να μη λαμβάνει άμεση απόκριση από τον καταναλωτή και τελικά να ισχυροποιείται ο διαμεσολαβητής (έμπορος ή κρατικός υπάλληλος) θέτοντας τους κανόνες της παραγωγής. Ακόμα η ανάπτυξη των υπεραγορών και εγκαθίδρυση του σύγχρονου καταναλωτικού μοντέλου και των σύγχρονων μορφών διατροφής (για την Ελλάδα, η απομάκρυνση από την παραδοσιακή μεσογειακή ελληνική διατροφή), καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο παραγωγής, τα παραγόμενα προϊόντα και στην αλυσίδα της αξίας είναι αυτές  που καθορίζουν εν τέλει την τιμή του προϊόντος και όχι ο παραγωγός του. Θα συμπεράνει κανείς λοιπόν ότι η αγροτική παραγωγή τροποποιήθηκε μάλλον σαν συνέπεια των αλλαγών στην πόλη και όχι από πρωτοβουλία ή σχεδιασμό από την πλευρά των παραγωγών- δίχως αυτή η αλληλεπίδραση να είναι αναγκαία επιζήμια, αλλά θέτοντας πολλά ερωτήματα ως προς το ποιος καθορίζει τι και για ποιον.
Η αλλαγή λοιπόν αυτής της κατάστασης μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την επανασύσταση κοινοτήτων -καταναλωτών και παραγωγών- δημοκρατικά διαρθρωμένων και θα ξεκινήσει όπως φαίνεται -και πάλι- από την πόλη προς την ύπαιθρο. Συνεπώς σχήματα όπως CSA, οι τοπικές αγορές παραγωγών, τα «καλάθια», τα δίκτυα παραγωγών- καταναλωτών, οι αγορές χωρίς μεσάζοντες και πολλά ακόμα, βρίσκονται στη πλευρά της λύσης.
Ειδικά στην Ελλάδα οι συνθήκες ήταν αρκετά ιδιόμορφες λόγω συγκεκριμένων οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών. Από τη μία, η αλλαγή από τη μη εμπορευματοποιημένη αγροτική παραγωγή στην εμπορευματοποιημένη καθυστέρησε σε σχέση με τη Δυτική Ευρώπη και μεγάλος πληθυσμός στη πόλη συνεχίζει να έχει κάποια  υλική σχέση με την γεωργία. Ακόμα η κουλτούρα της αυτοοργάνωσης και της αλληλεγγύης και η δημιουργία αντίστοιχων δομών παρέμενε, μέχρι πρόσφατα, στο πλαίσιο της οικογένειας ή μικρών κοινωνικών ομάδων. Από την άλλη, η κατάσταση στην ύπαιθρο είναι περισσότερο εξαρτώμενη από την πόλη και τους διαμεσολαβητές, αφού δεν υπάρχει σημαντική οργάνωση των παραγωγών για την διακίνηση της παραγωγής τους. Ο γεωργός- παραγωγός της τροφής- δεν αντιλαμβάνεται την «εξουσία» που έχει πάνω στην παραγωγή του. Η κουλτούρα που έχει διαμορφωθεί οδηγεί τον γεωργό στο να εξαρτάται από τον μεσάζοντα, που θα έρθει στο κτήμα να του πάρει την παραγωγή. Δεν αντιμετωπίζει ο ίδιος ο γεωργός την παραγωγή του ανεξάρτητα από τα υπάρχοντα μεσιτικά δίκτυα.
Οι πρώτοι παραγωγοί εν Ελλάδι, τα τελευταία 20 χρόνια, που πέρα από έναν άλλο τρόπο παραγωγής, την βιολογική γεωργία, επέλεξαν και ένα άλλο τρόπο διάθεσης των προϊόντων τους, ήταν οι βιοκαλλιεργητές. Σε μια χώρα που η άμεση διάθεση της τροφής δεν προβλέπεται από καμία νομοθεσία, αυτή η μερίδα των παραγωγών συναντήθηκε με τις τοπικές κοινωνίες και τα κινήματα των ενεργών πολιτών και καταναλωτών και δημιούργησε τις πρώτες σύγχρονες αγορές χωρίς μεσάζοντες, τις αγορές των βιοκαλλιεργητών. Δεν ήταν μόνο το προϊόν που διαφοροποίησε αυτές τις αγορές, αλλά κυρίως το ότι αποτελούταν από τους ίδιους τους παραγωγούς, οι οποίοι σε καθημερινή βάση έφερναν ότι παρήγαγαν στους καταναλωτές της πόλης.
Οψεις ενός πρόσφατα αναπτυσσόμενου φαινομένου στην Ελλάδα
Η πρόσφατη ανάπτυξη του κινήματος των αγορών χωρίς μεσάζοντες, που ξεκίνησε πολύ δυναμικά το 2011 στην Ελλάδα, μπορεί να αποτελέσει την απαρχή μορφών άμεσων αγορών και κύτταρα επανασύστασης μία κοινοτικότητας σε δημοκρατική βάση. Το εξαιρετικά ενδιαφέρον αυτού του κινήματος για την Ελλάδα, ήταν ότι εμφανίστηκε στην περίοδο της οικονομικής κρίσης και προσπάθησε να απαντήσει στις βασικές διατροφικές ανάγκες του κόσμου στηριζόμενο όμως στην εγχώρια παραγωγή. Άρχισαν λοιπόν πολλοί να αναζητούν τι παράγει σήμερα αυτός ο τόπος αλλά και τι παραγωγικές ικανότητες έχει σε περιόδους κρίσης για  να θρέψει τον κόσμο και όχι για να εξυπηρετήσει το αγροδιατροφικό λόμπυ και την «ανάπτυξη». Το κίνημα αυτό αναζητεί ντόπιους παραγωγούς και επιθυμεί να βάζει και ποιοτικά χαρακτηριστικά στην παραγωγή. Το κίνημα χωρίς μεσάζοντες μπορεί να θέσει στο επίκεντρο το ουσιαστικό ζήτημα μιας αγροδιατροφικής πολιτικής που επί δεκαετίες απουσιάζει από την χώρα μας. Δηλαδή: ποια παραγωγή, από ποιόν και για τις ανάγκες ποιού.
Όπως πριν από χρόνια τα κινήματα της πόλης για τους ελεύθερους χώρους, το πράσινο, την ποιότητα ζωής έθεσαν ως στόχο να πάρουν οι κάτοικοι την πόλη στα χέρια τους, έτσι και σήμερα το κίνημα χωρίς μεσάζοντες θέτει ως στόχο τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης με την τροφή και την παραγωγή της. Θέτει, από την δική του σκοπιά, ζητήματα σχετικά με την παραγωγική ανασυγκρότηση ώστε να μπορέσει η χώρα αυτή και ο κόσμος της να βγουν από την κρίση με αξιοπρέπεια και προοπτική. Τα κινήματα πόλης κάνουν ένα ποιοτικό άλμα και καλούνται να αποκτήσουν μία πιο οργανωμένη και μαζική δημοκρατική δομή αλλα/και κυρίως τη πραγματική σύνδεσή τους με την αγροτική παραγωγή. Και βέβαια εδώ μπαίνουν τα ερωτήματα: με ποιους αγρότες, με ποιο τρόπο σε ποιο πλαίσιο. Επίσης με ποιο τρόπο θα υπάρξει σύνδεση με όλη την αλυσίδα παραγωγής τροφίμου. Είναι σχετικά πιο εύκολο με αυτούς που παράγουν άμεσα βρώσιμα προϊόντα π.χ. κηπευτικά και όσπρια. Αλλά τι γίνεται με άλλα προϊόντα που χρειάζονται μεταποίηση. Τι γίνεται με εκείνα τα προϊόντα που δεν χρησιμοποιούνται για τροφή αλλά σχετίζονται με την βιομηχανία, όπως τα κλωστικά. Με ποιο τρόπο θα διασφαλίζεται η ποιότητα. Πως θα γίνεται η μεταφορά. Πως θα μπορούσε διαφορετικές ομάδες στη πόλη να συνδεθούν με μία κοινή ομάδα παραγωγών από διαφορετικά μέρη της Ελλάδας ώστε και η μία πλευρά να εξασφαλίσει όλες τις ανάγκες και η άλλη πλήρη διάθεση. Πως θα διασφαλιστεί η σταθερή και συνεχή παραγωγή. Πως θα μπορούσαν να γίνουν συνέργιες μεταξύ πόλης και υπαίθρου ώστε να υπάρξουν νέες οικονομικές δραστηριότητες. Πως μπορούμε να συνδεθούμε με πολίτες και παραγωγούς άλλων χωρών. Και τελικά πως όλα αυτά θα υλοποιηθούν με ένα τρόπο λειτουργία δημοκρατικό και συνεργατικό.
Όλα αυτά τα ερωτήματα δεν μπορούν να απαντηθούν θεωρητικά. Θα απαντηθούν μέσα από τις ανάγκες που διαμορφώνονται στη πράξη. Εκεί η θεωρία και η δράση μπορούν να ενοποιηθούν σε μία διαυγή πράξη. Κάτι τέτοιο απαιτεί τη δημιουργία ενός νέου τρόπου χάραξης πολιτικής που δεν θα είναι ακαδημαϊκού και διαχειριστικού χαρακτήρα αλλά που θα διαμορφωθεί μέσα από τη κινηματική δράση. Απαιτείται  λοιπόν επαναπροσέγγιση των ζητημάτων της πόλης και της υπαίθρου με μια άλλη πλέον οπτική, η δημιουργία εκείνων των εργαλείων που θα κάνουν κάτι τέτοιο εφικτό και η δόμηση συνεργατικών σχημάτων προς αυτές τις κατευθύνσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου